- αμοιβαδικός
- -ή, -ό [αμοιβάδα]1. αυτός που οφείλεται σε αμοιβάδωση*2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αμοιβάδωση, ο αμοιβαδοπαθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… … Dictionary of Greek